δυσανάγνωστος

δυσανάγνωστος
1) illisible
2) indéchiffrable

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • δυσανάγνωστος — η, ο (AM δυσανάγνωστος, ον) (για τον γραφικό χαρακτήρα ή για κείμενο) αυτός που προκαλεί δυσχέρειες στον αναγνώστη, που διαβάζεται δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • δυσανάγνωστος — η, ο επίρρ. α αυτός που διαβάζεται δύσκολα: Ο γραφικός της χαρακτήρας είναι δυσανάγνωστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

  • τυφλώττω — ΝΑ είμαι τυφλός νεοελλ. μτφ. εθελοτυφλώ, κάνω τα στραβά μάτια αρχ. (για γραφή) είμαι δυσανάγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα ώττω, δηλωτικό ασθενείας (πρβλ. ἀμβλυ ώττω)] …   Dictionary of Greek

  • αδιάβαστος — η, ο 1. εκείνος που δε διάβασε, δε μελέτησε: Συχνά πάει στο σχολείο αδιάβαστος. 2. αυτός που δε διαβάστηκε: Μερικά από τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου τα έχω ακόμη αδιάβαστα. 3. δυσανάγνωστος: Τα γράμματά του είναι αδιάβαστα. 4. αυτός που δεν πήρε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευανάγνωστος — η, ο αυτός που διαβάζεται εύκολα (αντίθ. δυσανάγνωστος):Υπογραφή ευανάγνωστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”